Η Μαρία Μαρίνογλου γεννήθηκε στην Αθήνα το 1952.
Σπούδασε γραφικές τέχνες στη σχολή Δοξιάδη, όπου είχε δασκάλους γνωστούς καλλιτέχνες, όπως τους Μυταρά, Παρμακέλη, Γεωργιάδη κ.α. Η πρώτη της επαφή με την κεραμική έγινε σε γνωστό εργαστήρι της Αθήνας όπου εργάστηκε για επτά χρόνια. Από το 1989 έχει δικό της εργαστήριο, όπου εργάζεται κυρίως με την τεχνική ρακού.
Έχει παρακολουθήσει σεμινάρια κεραμικής και γλυπτικής από τον Κώστα Ταρκάση και την Μάρω Οικονομίδου-Κερασιώτη. Έχει πάρει μέρος σε ομαδικές εκθέσεις στην Ελλάδα και στο εξωτερικό.
Η ίδια, αναφερόμενη στη δουλειά της γράφει: «Η αγάπη για το υλικό-τον πηλό-η ελευθερία στην έκφραση και τη δημιουργία, η ανάλυση και η εμβάθυνση στο έργο και στα τεχνικά προβλήματα μου έδειξαν τον δρόμο και με έκαναν να αγαπήσω την κεραμική. Από το 1989 όπου δουλεύω μόνη μου είναι μια συνεχής προσπάθεια να εκφραστώ μέσα από αυτό το εύπλαστο και πρωτόγονο υλικό, δημιουργώντας φόρμες γλυπτικές που με την ανάμιξη του πηλού, του μετάλλου, της φωτιάς του αέρα και του καπνού, να έχω ένα δικό μου αποτέλεσμα. Δεν με ενδιαφέρει η λεπτομέρεια ούτε η τελειότητα στη γραμμή, μια γραμμή πολλές φορές σκληρή, ατελής, αλλά ευαίσθητη, που συνδυασμένη με την τεχνική του ρακού και το μέταλλο δίνει ένα αποτέλεσμα φόρμας και εικόνας που είναι μιά αμφίδρομη σχέση του μέσα με το έξω, της ψυχής με το φυσικό περιβάλλον, του παρελθόντος της ιστορίας, με το σήμερα. Λουλούδια, φύλλα, μέλισσες, κοχύλια, φρούτα αλλά και προσωπεία – μάσκες από αρχαϊκές φόρμες, τεφροδοχεία, ή παραμυθένιες ιστορίες που αιωρούνται στον χώρο. Τα αντικείμενα την ώρα που τα φτιάχνω τα βλέπω σαν σχήματα χρωματισμένα με σκιές. Το χρώμα για μένα είναι βασικό. Δεν το χρησιμοποιώ όμως σαν κόκκινο, κίτρινο, μπλέ μα σαν τελείες, δακτυλιές, τρύπες, γραμμές, πριτσίνια ή σύρματα, που με το μαύρο του καπνού και το ασήμι «χρωματίζονται» όπως στέκονται ή κινούνται στον χώρο. Πιστέυω ότι η γνώση έρχεται μέσα από το πείραμα, τις παράδοξες δοκιμές, πολλές φορές τις ανορθόδοξες λύσεις και το συνεχές ψάξιμο τόσο στη φόρμα όσο στην τεχνική και στα υλικά”.